ραδιομιμητικός

ραδιομιμητικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. (για ουσία ή παράγοντα μη ραδιενεργό) ο ικανός να προκαλέσει στο ζωντανό υλικό μεταλλάξεις ή άλλες επιδράσεις, ανάλογες με εκείνες τών ακτινοβολιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiomimetic (< λατ. radius «ακτίνα» + μιμητικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”